- διακρινομένῃ
- διακρῑνομένῃ , διακρίνωseparate one from anotherpres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακρινομένη — διακρῑνομένη , διακρίνω separate one from another pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
μεθοδισμός — Θρησκευτικό κίνημα, προερχόμενο από την αγγλικανική Εκκλησία. Ιδρύθηκε από τους αδελφούς Τζων και Τσαρλς Γουέσλεϊ και από τον Τζωρτζ Γουάιτφιλντ στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα (1739). Έχει αντιορθολογιστικό και αντιδιανοουμενίστικο χαρακτήρα, ο… … Dictionary of Greek
πατροπασχίτες — Αιρετικοί χριστιανοί του 3ου αι., που δίδασκαν ότι «ο Πατήρ ενηνθρώπισεν εν τω Υιώ». Τους π. πολέμησε ο Τερτυλλιανός με το έργο του Adversus Praxean και ο Ιππόλυτος με το Σύνταγμα κατά αιρέσεων λδ’. Τελικά ο Ωριγένης, στη σύνοδο που συγκροτήθηκε… … Dictionary of Greek
Ντορβάλ, Μαντάμ — (Madame Dorval, Λοριάν 1798 – Παρίσι 1849). Γαλλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, άρχισε τη σταδιοδρομία της το 1818 αποκαλύπτοντας μια σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία και ένα ασύνηθες ταμπεραμέντο. Η φήμη της εδραιώθηκε το 1834 με τη… … Dictionary of Greek